παρεντίθημι

παρεντίθημι
ΝΑ [εντίθημι]
παθ. παρεντίθεμαι
τίθεμαι ανάμεσα, παρεμβάλλομαι
αρχ.
1. βάζω ανάμεσα, παρεμβάλλω
2. εισάγω, παρεισάγω
3. καταχωρίζω
4. στρ. τοποθετώ και άλλους άνδρες στις τάξεις τού στρατεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεντίθημι — παρά ἐντίθημι put in pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρένθεση — η / παρένθεσις, εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι] 1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του 2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα… …   Dictionary of Greek

  • παρένθετος — η, ο / παρένθετος, ον, ΝΜΑ [παρεντίθημι] παρεντιθέμενος, παρεβεβλημένος, εμβόλιμος, παρείσακτος νεοελλ. γραμμ. αυτός που είναι κλεισμένος μέσα στα δύο σημεία στίξης τής παρένθεσης. επίρρ... παρενθέτως Α παρενθετικώς, κατά τρόπο εμβόλιμο …   Dictionary of Greek

  • παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”